- μάργα
- η мин. мергель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μάργα — Ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από ασβεστόλιθο και άργιλο. Η επιφάνειά της είναι αλαμπής και κογχοειδής, ενώ η υφή της είναι γενικά ανώμαλη. Έχει λιπαρή αφή, θρυμματίζεται αν εκτεθεί στον αέρα και παρουσιάζει όλα τα χρώματα από το μαύρο έως … Dictionary of Greek
μαργᾶι — μαργᾷ , μαργάω raging pres subj mp 2nd sg μαργᾷ , μαργάω raging pres ind mp 2nd sg (epic) μαργᾷ , μαργάω raging pres subj act 3rd sg μαργᾷ , μαργάω raging pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάργαν — μάργᾱν , μάργος mad fem acc sg (doric aeolic) μάργᾱν , μαργάω raging imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μάργᾱν , μαργάω raging imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαργαϊκός — ή, ό [μάργα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μάργα 2. αυτός που αποτελείται από μάργα ή περιέχει μάργα σε αφθονία («μαργαϊκός σχιστόλιθος») … Dictionary of Greek
μαργώδης — ες αυτός που αποτελείται από μάργα, αυτός που μοιάζει με τη μάργα, ο αργιλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάργα. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] … Dictionary of Greek
Δολομιτικές Άλπεις — Τμήμα των ανατολικών Άλπεων στη βόρεια Ιταλία, που εκτείνεται μεταξύ των κοιλάδων του ποταμού Ιζάρκο στα ΒΔ, Αδίγη στα Δ, Πιάβε στα Α και από την Τσίμα ντ’ Άστα στα Ν. Η ονομασία του οφείλεται στην παρουσία δολομίτη που, μαζί με τους… … Dictionary of Greek
μάργη — η βλ. μάργα … Dictionary of Greek
μαργώ — μαργῶ, άω (Α) [μάργος] 1. (ιδίως στη μάχη) ορμώ, μαίνομαι («μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος», Αισχύλ.) 2. φρ. «μαργῶσα γνάθος» λαίμαργο σαγόνι, λαίμαργα δόντια 3. είμαι πολύ πρόθυμος να κάνω κάτι («μαργῶν τ ἐπ ἀλλήλοισιν ἱέναι δόρυ», Ευρ.) 4. (κατά… … Dictionary of Greek
μαργώνω — (I) (Μ μαργώνω) 1. μουδιάζω, κοκαλιάζω από το ψύχος, ξεπαγιάζω («εμάργωνεν εις την φωτιά, κι ήβραζε στον αέρα», Ερωτόκρ.) 2. μειώνω, ελαττώνω («τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μαργῶ «μαίνομαι, υβρίζω,… … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek